- μεταμέλει
- V 1-0-0-0-0=1 Ex 13,17μήποτε μεταμελήσῃ τῷ λαῷ ἰδόντι πόλεμον lest the people regret (it) when they see war, lest they feel sorry when they see war; see μετανοέω, κατανύσσω
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
μεταμέλει — (Α) απρόσ. βλ. μεταμελούμαι … Dictionary of Greek
μεταμελεῖ — μεταμελέομαι feel repentance pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμέλει — μεταμέλομαι feel repentance pres ind mp 2nd sg μεταμέλομαι feel repentance pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμελούμαι — και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, έομαι) [μέλλω] 1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.) 2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει»,… … Dictionary of Greek
προσαποκτείνω — Α φονεύω και κάποιον άλλο ακόμη («οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν ὑὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ ὅτι οὐ καὶ σὲ προσαπέκτεινα», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποκτείνω «φονεύω, θανατώνω»] … Dictionary of Greek